μεσάλι

μεσάλι
το
-ιού (λ. λατ.)
1. τραπεζομάντιλο.
2. υφασμάτινο κάλυμμα για το ψωμί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μεσάλα — η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ) 1. το τραπεζομάντηλο 2. η πετσέτα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)] …   Dictionary of Greek

  • μενσάλιον — και μι(ν)σάλι(ον) και μισάλιν, και μεσσάλιον και μεσάλι, τό (Μ) βλ. μεσάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale] …   Dictionary of Greek

  • μισάδι — το (Μ μισάδι και μεσάδιον και μεσάδιν) κοντός γυναικείος μανδύας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσάδι(ο)ν < ουσ. μεσάλι(ν) «τραπεζομάντιλο» < μενσάλιον (< λατ. mensalium < mensa «τραπέζι», ενώ ο τ. μισάδι με παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. μισός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”